- ἐγκολπωσάμενοι
- ἐγκολπόωmake full and roundaor part mid masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
εγκολπώνομαι — (AM ἐγκολπῶ, όω) τοποθετώ στον κόλπο μου, στο στήθος ή στις τσέπες μου μσν. νεοελλ. ενστερνίζομαι, αποδέχομαι ανεπιφύλαχτα («εγκολπώνομαι τις νέες ιδέες», «τὴν θείαν ἀγάπην ἐγκολπωσάμενοι») αρχ. 1. (για ακτή) σχηματίζω κόλπους 2. φουσκώνω τα… … Dictionary of Greek